- πρόστριμμα
- -ίμματος, τὸ, Α [προστρίβω]1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)3. σύντριμμα, θραύσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόστριμμα — that which is rubbed on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόστριμμ' — πρόστριμμα , πρόστριμμα that which is rubbed on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρίμμασι — πρόστριμμα that which is rubbed on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρίμματι — πρόστριμμα that which is rubbed on neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)